- διαπύρου
- διάπυροςred-hotmasc/fem/neut gen sgδιαπυρόωpres imperat act 2nd sgδιαπυρόωimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)διαπυροςred-hotmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πυρόμετρο — Όργανο μέτρησης υψηλών θερμοκρασιών, που χρησιμοποιείται ειδικότερα στη μεταλλουργία και στις υψικαμίνους. Το απλό π. αποτελείται από μια σειρά μεταλλικών κώνων από μείγματα με γνωστό σημείο τήξης, οι οποίοι τοποθετούνται κατά αυξανόμενη… … Dictionary of Greek
στερεοποίηση — η / στερεοποίησις, ήσεως, ΝΜΑ [στερεοποιώ] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού στερεοποιώ νεοελλ. 1. φυσ. χημ. μετάπτωση ενός σώματος από την υγρή ή την αέρια φάση στη στερεά κατάσταση 2. (πετρογρ.) η πήξη λειωμένου και διάπυρου μάγματος και ο… … Dictionary of Greek